Διατελέσαντες Κοινοτάρχες
Διατελέσαντες Ιερείς
Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωαννίκιος (1840 – 1849), γιος του Γερόγιαννου και αδελφός του Γεώργιου Κύριου, με καταγωγή από το χωριό Θελέτρα της Πάφου, σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη υπό την προστασία του ξαδέλφου του Καισάριου, πρωτοψάλτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν έξαρχος της Αρχιεπισκοπής επί ημερών του εθνομάρτυρα Κυπριανού (1821) και διαδέχθηκε τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο.
Αξιόπιστες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότιο Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος καταγόταν από το χωριό Θελέτρα. Ιστορικά βιβλία όπως η «Ιστορία της νήσου Κύπρου από το 1571-1964» (τόμος τέταρτος, εκδόσεις Φιλόκυπρος) του Άντρου Παυλίδη και το βιβλίο «Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων από της Τουρκικής Κατακτήσεως μέχρι και της Αγγλικής Κατοχής» του Ι.Κ. Περιστιανή (Λευκωσία 1930), επιβεβαιώνουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος καταγόταν από το χωριό Θελέτρα της Πάφου. Πράγμα το οποίο επίσης επιβεβαιώνει και το βιβλίο «Ιστορία της Εκκλησίας Πάφου» του Ιωάννου Τσικνοπούλου (Λευκωσία 1971). Ιστορικοί και άτομα που μελέτησαν το γενεαλογικό δέντρο του Αρχιεπισκόπου Ιωαννίκιου, αλλά και ζώντες χωριανοί, μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν για την καταγωγή του Αρχιεπισκόπου Ιωαννίκιου και του αδελφού του Γεώργιου Κύριου από τη Θελέτρα.
Επί αρχιεπισκοπίας του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κυπριανού* (1810 – 1821), ο Ιωαννίκιος ήταν έξαρχος της Αρχιεπισκοπής .Κατά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου, ο Ιωαννίκιος μαζί με ένα αρχιμανδρίτη της Αρχιεπισκοπής, τον Θεόφιλο, και άλλους Κυπρίους κληρικούς και λαϊκούς, κατάφεραν να διαφύγουν κρυφά στο εξωτερικό και έφτασαν στην πόλη Μασσαλία της Γαλλίας, όπου κι έτυχαν περιθάλψεως γιατί είχαν βρεθεί εκεί σχεδόν γυμνοί, όπως αναφέρεται σε ιδιόχειρο σημείωμα του Ιωαννίκιου που βρίσκεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής. Η φυγή του Ιωαννίκιου από την Κύπρο, του έσωσε μεν τη ζωή, αλλά πληρώθηκε με μακρόχρονη εξορία.
Ο Ιωαννίκιος εργάστηκε για οργάνωση απελευθερωτικής εκστρατείας στην Κύπρο, δρώντας στη Γαλλία και στην Αγγλία. Συμμετείχε στη σύναξη Κυπρίων παραγόντων – φυγάδων στη Ρώμη και ήταν μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν τη γνωστή Διακήρυξη της Ρώμης (6 Δεκεμβρίου του 1821), υπέρ διεξαγωγής αγώνα προς απελευθέρωση της Κύπρου, που θεωρείται και η πρώτη ενωτική προκήρυξη (βλέπε λήμμα ένωσις και λήμμα Ελλάς και Κύπρος). Το έγγραφο αυτό φέρει και την υπογραφή: Ὁ τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ Ἰωαννίκιος ἔξαρχος.
Ο Ιωαννίκιος παρέμεινε στη Γαλλία μέχρι το 1824. Στο Λονδίνο ο Ιωαννίκιος έζησε δυο περίπου χρόνια με στερήσεις και το 1826 επέστρεψε ξανά στη Γαλλία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου κι εσυντηρείτο με επίδομα από 250 φράγκα τον μήνα, που του χορήγησε η γαλλική κυβέρνηση. Στο Παρίσι γνώρισε δυο Τούρκους πολιτικούς, τον Φετίχ Αχμέτ πασά και τον Ρεσίτ πασά, με τους οποίους σύναψε στενές φιλίες. Με ενέργειες των δυο αυτών φίλων του, μπόρεσε τελικά όχι μόνο να πάρει την άδεια επιστροφής στην Κύπρο, αλλά και να εξασφαλίσει και μηνιαίο επίδομα 1.000 γροσιών από το δημόσιο ταμείο του νησιού. Τον Νοέμβριο του 1839, δηλαδή ύστερα από 18 και πλέον χρόνια εξορίας, ο Ιωαννίκιος επέστρεψε εις την γενέτειρα του και ιστορικά ντοκουμέντα μαρτυρούν ότι κατοίκησε στο δάσος στην τοποθεσία Αγία Αναστασία (Θελέτρα).
Τον Μάιο του 1840, ο φίλος και προστάτης του Ιωαννίκιου, Φετίχ Αχμέτ πασάς (τον οποίο είχε γνωρίσει στη Γαλλία), έγινε μέλος της κυβέρνησης του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ(υπουργός Εμπορίου), του οποίου επρόκειτο σύντομα να νυμφευθεί και την αδελφή, και κατέστη ακόμη πιο ισχυρός. Μάλιστα ο πασάς προσκάλεσε στον γάμο του με την αδελφή του σουλτάνου και τον Ιωαννίκιο. Η πρόσκληση που του έστειλε, με ημερομηνία 19.5.1840 και γραμμένη στη γαλλική γλώσσα, σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία. Οι εξελίξεις αυτές ευνόησαν τον Ιωαννίκιο που ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι ο Πανάρετος αντιμετώπιζε, κατά την εποχή αυτή, σφοδρή πολεμική από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Ο Ιωαννίκιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη το 1840, άγνωστο όμως εάν παρευρέθη και στον γάμο του υψηλού φίλου και προστάτη του. Στην Κωνσταντινούπολη την ίδια περίπου εποχή μετέβηκαν και οι δυο πρόκριτοι, ο Χατζή Κυργένης Απέγιτος και ο Α. Τριανταφυλλίδης , με σκοπό να διατυπώσουν επίσημα τα παράπονά τους κατά του αρχιεπισκόπου Πανάρετου και να ζητήσουν την απομάκρυνση του. Στην Κωνσταντινούπολη πάντως προσεταιρίσθηκαν τον Ιωαννίκιο. Όπως γράφει μάλιστα ο Φ. Γεωργίου (Εἰδήσεις Ἱστορικαί, σ. 126), οι ισχυροί φίλοι του Ιωαννικίου αποθάρρυναν αρχικά τους Κυπρίους προκρίτους από του να ζητούν την αντικατάσταση του αρχιεπισκόπου Παναρέτου με τον Ιωαννίκιο.
Στην Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε από την Υψηλή Πύλη διάταγμα απομάκρυνσης του αρχιεπισκόπου Παναρέτου, και βεράτιον, Αυτοκρατορικό Διάταγμα για εκλογή του Ιωαννίκιου ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου εις διαδοχή του παυθέντος Πανάρετου. Ο Ιωαννίκιος στις 14/10/1840 διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου τον Πανάρετο* (1827 – 1840) που είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση.
Ο Ιωαννίκιος και οι δυο πρόκριτοι, μαζί με τον νέο κυβερνήτη της Κύπρου, αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1840 και έφτασαν στην Πάφο. Στην Πάφο διέμειναν στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου και από εκεί γνωστοποίησαν τις αποφάσεις της Υψηλής Πύλης στη Λευκωσία με απεσταλμένο τους. Ύστερα από εντολή, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο και τον έκλεισαν στη φυλακή, ενώ σφράγισαν και το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Κατόπιν τούτου, ο Ιωαννίκιος ήρθε στη Λευκωσία όπου σε τελετή που έγινε στο σεράγιο, ο κυβερνήτης της Κύπρου τον έντυσε με το καφτάνι και στη συνέχεια τον έστειλε στην Αρχιεπισκοπή με τιμητική συνοδεία. Ο Πανάρετος αποφυλακίστηκε ύστερα από τρεις μέρες, αφού αναγκάστηκε να υποβάλει, με ημερομηνία 13.10.1840, την παραίτησή του (που σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής, Κώδικας Α’, σ. 259).
Στο πρακτικό της συνέλευσης που έγινε την επομένη, 14 Οκτ. 1840, για σύνταξη του υπομνήματος της «εκλογής» του Ιωαννικίου, αναφέρεται με σαφήνεια ότι η όλη διαδικασία αναρρίχησης του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο είχε επιβληθεί με σουλτανική εντολή που διέτασσε νά διαδεχθῇ εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον [τον Πανάρετο]ὁ Ἅγιος Ἔξαρχος … ‘Ιωαννίκιος… (Κώδικας Α’, Αρχιεπισκοπής, σ. 259).
Σαν αρχιεπίσκοπος, ο Ιωαννίκιος απεδείχθη αρκετά ικανός σε θέματα επιβίωσής του, καθώς επίσης επέδειξε ευτολμία στη διεκδίκηση διαφόρων πολιτικών του δικαιωμάτων. Μεσολαβώντας με τις ισχυρές διασυνδέσεις του κατάφερε να πείσει τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν να διώκουν το Ελληνικό στοιχείο στη Μεγαλόνησο, πράγμα που θα συνεχιζόταν ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής κυβερνήτη του νησιού. Το 1842 απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη εκπροσώπους του για να υποβάλουν αιτήματα υπέρ των Κυπρίων, ενώ το 1848 πήγε ο ίδιος εκεί για παρόμοιο σκοπό. Συνέδραμε στην ανέγερση εκκλησιών σε διάφορα μέρη της Κύπρου, ενώ παρέσχε οικονομική βοήθεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως για συντήρηση και συνέχιση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Με δική του φροντίδα έγιναν έρανοι και στη Ρωσία. Στην Κύπρο, βοήθησε να γίνει μεγάλος έρανος το 1848 προς οικονομική ενίσχυση του μοναστηριού της Μεγίστης Λαύρας (στο Άγιον Ορος). Ο έρανος έγινε με την παρουσία στο νησί του απεσταλμένου της Μεγίστης Λαύρας Καισαρίου, που είχε φέρει μαζί του και άγια λείψανα. Παρόλα ταύτα, οι εχθροί του Ιωαννίκιου και υποστηρικτές του προκατόχου του αρχιεπισκόπου Παναρέτου, παρέλυαν το έργο και τις προσπάθειες του για την ευημερία των Κυπρίων.
Ο Ιωαννίκιος δέχτηκε έντονη πολεμική στο εσωτερικό. Κατά το 1845, ο Γερμανός καθηγητής Ludwig Ross που επεσκέφθηκε τότε την Κύπρο, είχε προβλέψει στο άρθρο του για το νησί, ότι οι ημέρες του αρχιεπισκόπου Ιωαννίκιου «ήσαν μετρημένες». Ο Ιωαννίκιος παρέμεινε στον θρόνο του άλλα τέσσερα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του από αποπληξία, την Κυριακή του Πάσχα, στις 3 Απριλίου του 1849.
Διάδοχός του Ιωαννίκιου εξελέγη ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α’.